- κυδάλιμος
- κυδάλιμος, -ον, θηλ. και -ίμη (Α)1. ένδοξος, φημισμένος («δύο δ' oὔ πω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω», Ομ. Ιλ.)2. φρ. «κυδάλιμον κῆρ» — ευγενής καρδία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῡδος + επίθημα -άλιμος (βλ. κατάλ. -ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.